σαχάνι

σαχάνι
το см. σαγάνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαχάνι" в других словарях:

  • σαχάνι — το, Ν 1. βλ. σαγάνι 2. τεμάχιο φύλλου λευκοσιδήρου …   Dictionary of Greek

  • σαχάνι — το (λ. τουρκ.), ταψί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαγάνι — και σαχάνι, το, Ν μικρό τηγάνι με δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sahan] …   Dictionary of Greek

  • σαγανάκι — και σαχανάκι, το, Ν 1. μικρό σαγάνι 2. το έδεσμα που παρασκευάζεται σε μικρό σαγάνι (α. «αβγά σαγανάκι» β. «τυρί σαγανάκι») 3. ανεμοστόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «μικρό σαγάνι» και «έδεσμα» < σαγάνι / σαχάνι, ενώ με τη σημ.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • sahan — SAHÁN, sahane, s.n. (înv. şi reg.) Vas metalic de diverse forme sau dimensiuni, în care se serveşte sau se găteşte mâncarea. – Din tc. sahan. Trimis de LauraGellner, 17.07.2004. Sursa: DEX 98  sahán s. n., pl. saháne Trimis de siveco, 10.08.2004 …   Dicționar Român

  • σαγάνι — το και σαχάνι, το (λ. τουρκ.), μικρό τηγάνι με δύο λαβές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»